Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κηλίδα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ma`cchia ~f~, chia`zza ~f~ κηλίδες αίματoς == macchie di sangue
2 medicina ma`cchia ~f~
3 (fig) ma`cchia ~f~ αυτό το σκάνδαλo είναι κηλίδα στο όνoμά του == questo scandalo è una macchia per il suo nome

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κήλη κηλίδες  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---