Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κηλίδωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 il macchia`re ~m~, macchiame`nto ~m~
2 (fig) il disonora`re κηλίδωση της μνήμης ενός νεκρού == il disonorare la memoria di un morto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κηλιδώνω κηλιδωτός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---