Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κέφι  
ουσιαστικό ουδέτερο

buonumo`re ~m~, vena ~f~, allegri`a ~f~, gusto ~m~, buo`na vo`glia ~f~, buo`na lena ~f~ μού 'φτιαξε το κέφι, τα κέφια == mi ha fatto tornare il buonumore | είμαι στα κέφια μου == essere di buonumore | | essere in vena | δεν έχω κέφι να βγω == non ho voglia di uscire, non mi va di uscire | δoυλεύω με κέφι == lavorare di gusto, di buona voglia, di buona lena, di buzzo buono | το κάνω για το κέφι μου == lo faccio per divertimento, per puro piacere, per me stesso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κεφάτος κέφια  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


έρχομαι στο κέφι = essere su di giri || δεν έχω κέφι = non avere voglia


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---