Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κεχριμπάρι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ambra ~f~, ele`ttro ~m~
2 colo`r dell'ambra κρασί κεχριμπάρι == vino ambrato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κεχριμπαρένιος κεχρίν  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---