Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κατυφαίνω [ρ.] Καυκάσια [επίθ.]
κατχυσμένα [επίρ.] Καυκάσιος [επίθ.]
κάτω [επίθ.] Καύκασος {Καυκάσου}
κάτω [επίρ.] καύκημα [ουσ ουδ.]
κάτω! [επιφ.] καυκησά [θηλ.ουσ]
κατώγι {κατωγ-ιού... καυκησάρης [ουσ αρσ ]
κατώγιν [ουσ ουδ.] καύκηση [θηλ.ουσ]
κάτωθεν [επίρ.] καυκί [ουσ ουδ.]
κάτωθι [επίρ.] καυκιέμαι (καυχήθηκα...
κατώι [ουσ ουδ.] καύκισμα [ουσ ουδ.]
κατωμίζω [ρ.] καυκούμαι [ρ. παθ.]
κάτων [επίρ.] καύλα {χωρ. γεν....
κατωσάγουνον [ουσ ουδ.] καυλί {καυλ-ιού ...
κατωσέντονο [ουσ ουδ.] καυλός [ουσ αρσ ]
κατώτατος [επίθ.] καύλωμα [ουσ ουδ.]
κατώτερος {κ. (λόγ.)... καυλώνω {καύλω-σα,...
κατωτερότητα {χωρ. πληθ... καύμα {καύμ-ατος...
κατωτέρω [επίρ.] καϋμένος [επίθ.]
κατωφέρεια {κατωφερει... καύξον [ουσ ουδ.]
κατώφλι {κατωφλ-ιο... καυσαέρια [ουσ ουδ πληθ.]
κατωφοριάζω [ρ.] καύση {-ης κ. -α...
κατωφορικός [επίθ.] καύσιμα [ουσ ουδ πληθ.]
κάτωχρος [επίθ.] καύσιμο {καυσίμ-ου...
καυγάς [ουσ αρσ ] καύσιμος [επίθ.]
καύκαλο {καυκάλ-ου... καυσόξυλο [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: