Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κατηφόρα {χωρ. γεν.... κατιτί [αντων.]
κατηφοριά [θηλ.ουσ] κατιφές {κατιφέδες...
κατηφορίζω {κατηφόρισ... κατιών {κατι-όντο...
κατηφορίζω {κατηφόρισ... κατοβοδώνω [ρ.]
κατηφορικός [επίθ.] κατοικημένος [επίθ.]
κατηφόρισμα [ουσ ουδ.] κατοίκηση {-ης κ. -ή...
κατήφορος [ουσ αρσ ] κατοικήσιμος [επίθ.]
κατήχηση {-ης κ. -ή... κατοικητήριον [ουσ ουδ.]
κατηχητής {κατηχητρι... κατοικία {κατοικιών...
κατηχητικό [ουσ ουδ.] κατοικίδιος [επίθ.]
κατηχητικός [επίθ.] κατοικίζω {κατοίκισ-...
κατηχήτρια {κατηχητρι... κατοίκιση [θηλ.ουσ]
κατηχούμενη η γεν. κατ... κατοικοεδρεύω {κατοικοέδ...
κατηχούμενος {κατηχουμέ... κάτοικοι [ουσ αρσ πληθ.]
κατηχώ {κατηχείς.... κάτοικος {κατοίκ-ου...
κάτι [αντων.] κατοικούμενα [ουσ ουδ πληθ.]
κατιμάς {κατιμάδες... κατοικώ {κατοικείς...
κάτινας [αντων.] κατοικών [επίθ.]
κατιόν {κατιόντ-ο... κατολισθαίνω αόρ. κατολ...
κατιούσα [θηλ.ουσ] κατολίσθηση {-ης κ. -ή...
κάτιργον [ουσ ουδ.] κατολοφύρομαι [ρ. παθ.]
κατιστορίζω [ρ.] κατόνα [θηλ.ουσ]
κάτισχνος [επίθ.] κατονομάζω {κατονόμασ...
κατίσχυση {-ης κ. -ύ... κατονομασμένος [επίθ.]
κατισχύω {κατίσχυσα... κατόπι [πρόθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: