Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατοικία  
ουσιαστικό θηλυκό

abitazio`ne ~f~, dimo`ra ~f~, reside`nza ~f~ δεν έχω μόνιμη κατοικία == essere senza fissa dimora | εξοχική κατοικία == casa di campagna | η προεδρική κατοικία == la residenza del Presidente della Repubblica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατοικητήριον κατοικίδιος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η λαϊκή κατοικία = casa [θηλ.] popolare


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---