Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατοικοεδρεύω  
ρήμα αμετάβατο

1 ave`re reside`nza
2 (fig) alberga`re ευγενή αισθήματα κατοικοεδρεύουν στην ψυχή του == nobili sentimenti albergano nel suo animo
3 (fig) ((ironico)) bazzica`re κατοικοεδρεύει σε κάτι καταγώγια == bazzica certi locali malfamati

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατοίκιση κάτοικοι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---