Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατήφορος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 disce`sa ~f~, decli`vio ~m~, china ~f~, pendi`o ~m~
2 strada ~f~ in disce`sa
3 (fig) china ~f~ o γιος του πήρε τον κατήφoρo == suo figlio ha preso una brutta china, si è messo su una cattiva strada

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατηφόρισμα κατήχηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---