Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταφορίζω
ρήμα μεταβατικό

variante di [κατηφορίζω]

κατηφορίζω  
ρήμα αμετάβατο

1 sce`ndere, disce`ndere una strada
2 sce`ndere, e`ssere in disce`sa o δρόμoς κατηφορίζει απότoμα == la strada scende bruscamente

κατηφορίζω
ρήμα μεταβατικό

sce`ndere, disce`ndere κατηφορίζω ένα δρόμο == scendere una strada

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταφορά κατάφορτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---