Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατηχητής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 catechizzato`re
2 religione catechi`sta ~mf~, cateche`ta ~mf~

κατηχήτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κατηχητής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατήχηση κατηχητικό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---