Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατηχούμενη
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κατηχούμενος]

κατηχούμενος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 participio passato del verbo [κατηχώ]
2 catecumena`to ~m~
3 catecu`meno ~m~
4 inizia`to ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατηχήτρια κατηχώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---