Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κάλαντα {καλάντων} καλησπέρα [θηλ.ουσ]
καλαντάρι {καλανταρ-... καλησπέρα! [επιφ.]
καλαπόδι {καλαποδ-ι... καλησπερίζω {καλησπέρι...
καλαφάτης {καλαφάτηδ... καλιακούδα [θηλ.ουσ]
καλαφατίζω {καλαφάτισ... καλιαρντά {χωρ. γεν....
καλαφάτισμα [ουσ ουδ.] καλιγωμένος [επίθ.]
καλαφατισμένος [επίθ.] καλιγωτής {καλιγωτήδ...
καλβινισμός [ουσ αρσ ] καλικαντζαράκι [ουσ ουδ.]
καλβινιστής [ουσ αρσ ] καλικάντζαρος {-ου κ. -ά...
καλβινιστικός [επίθ.] καλικαντζαρούδι [ουσ ουδ.]
καλδέρα {χωρ. γεν.... καλικαντζούρες [θηλ. ουσ πληθ.]
καλέ [επιφ.] καλίμπρα [θηλ.ουσ]
καλειδοσκόπιο {καλειδοσκ... κάλιο {καλίου}
καλέμι {καλεμ-ιού... καλιούχος [επίθ.]
καλένδες {καλένδων} κάλλαιον [ουσ ουδ.]
κάλεσμα {καλέσμ-ατ... κάλλη {κάλλ-ους ...
καλεσμένος [επίθ.] καλλητέχνημα [ουσ ουδ.]
καλή [θηλ.ουσ] κάλλια [επίρ.]
καλημέρα [θηλ.ουσ] καλλίγραμμος [επίθ.]
καλημέρα! [επιφ.] καλλιγραφία {χωρ. πληθ...
καλημερίζω {καλημέρισ... καλλιγραφικός [επίθ.]
καληνύχτα {χωρ. πληθ... καλλιγράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
καληνύχτα! [επιφ.] καλλιεπής {καλλιεπ-ο...
καληνυχτίζω {καληνύχτι... καλλιέργεια {καλλιεργε...
καληνώρισμα [ουσ ουδ.] καλλιεργημένος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: