Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκάλλη
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός ((arcaico)) le belle`zze ~fp~, le gra`zie ~fp~ επιδεικνύει ευχαρίστως τα κάλλη της == mostra volentieri le sue grazie κάλλος ουσιαστικό ουδέτερο ((arcaico)) beltà ~f~, belle`zza ~f~ το ελληνικόν κάλλος == la bellezza greca permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |