Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλμάρω  
ρήμα αμετάβατο

calma`rsi καλμάρισε η θάλασσα == il mare si è calmato | καλμάρισε o πόνος == il dolore si è calmato

καλμάρω
ρήμα μεταβατικό

calma`re, acquieta`re πήρε το μωρό στην αγκαλιά να το καλμάρει == ha preso il bambino in braccio per calmarlo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλμαρισμένος καλμούκος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---