Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλοβαλμένος  
επίθετο

1 di cosa ben dispo`sto, dispo`sto in o`rdine
2 di persona benfa`tto, ben forma`to
3 di persona ben messo, cura`to, elega`nte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλοαναθρεμμένος καλοβλέπω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---