Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαλόγερος
ουσιαστικό αρσενικό 1 mo`naco ~m~, frate ~m~ 2 medicina foru`ncolo ~m~ 3 attaccapa`nni ~m~ καλόγηρος ουσιαστικό αρσενικό variante di [καλόγερος] καλόγρια, (raro) καλογριά ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [καλόγερος] 2 mo`naca ~m~, suora ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |