Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλογερεύω  
ρήμα αμετάβατο

1 e`ssere, diventa`re mo`naco, farsi mo`naco
2 (fig) fare vita mona`stica, da mo`naco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλογέρεμα καλογερική  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---