Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλογερική  
ουσιαστικό θηλυκό

vita ~f~ mona`stica βαριά η καλoγερική == è un lavoro, un compito duro!, è dura la vita!, certi sacrifici pesano

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλογερεύω καλογερικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---