Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλοβλέπω  
ρήμα αμετάβατο

vede`rci bene δεν καλοβλέπει χωρίς γυαλιά == non (ci) vede bene senza gli occhiali

καλοβλέπω
ρήμα μεταβατικό

1 vede`re bene ήταν σκοτεινά και δεν καλοείδα τι συνέβαινε == era buio e non ho visto bene cosa succedeva
2 vede`re di buon o`cchio δεν καλoβλέπει αυτό το γάμο == non vede di buon occhio questo matrimonio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλοβαλμένος καλόβολα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---