Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλλωπισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 il farsi ~m~ bello, cura ~f~ del pro`prio aspe`tto
2 ((per estensione)) abbellime`nto ~m~, adorname`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλλωπίζω καλλωπιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---