Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαλλωπίζομαι
ρήμα παθητικό farsi bello καλλωπίστηκε γιατί έχει ραντεβού == si è fatta bella, perché ha un appuntamento καλλωπίζω ρήμα μεταβατικό abbelli`re o δήμαρχος αποφάσισε να καλλωπίσει την κεντρική πλατεία == il sindaco decise di abbellire la piazza principale permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |