Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκάλμα
ουσιαστικό θηλυκό 1 calma ~f~, tranquillità ~f~ έχει κάλμα η θάλασσα σήμερα == oggi il mare è calmo 2 inattività ~f~, rista`gno ~m~ έχει κάλμα στην αγορά == il commercio è fermo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |