Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαλλονή
ουσιαστικό θηλυκό 1 belle`zza ~f~, beltà ~f~ οι φυσικές καλλονές της χώρας μας == le bellezze naturali del nostro paese | έκπαγλος καλλονή == una bellezza abbagliante | ινστιτούτο καλλονής == istituto di bellezza 2 belle`zza ~f~, donna ~f~ belli`ssima ήταν καλλονή στα νιάτα της == da giovane era una bellezza permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |