Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλλονή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 belle`zza ~f~, beltà ~f~ οι φυσικές καλλονές της χώρας μας == le bellezze naturali del nostro paese | έκπαγλος καλλονή == una bellezza abbagliante | ινστιτούτο καλλονής == istituto di bellezza
2 belle`zza ~f~, donna ~f~ belli`ssima ήταν καλλονή στα νιάτα της == da giovane era una bellezza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλλίφωνος κάλλος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---