Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
καλλιτεχνημένος
επίθετο
participio passato del verbo
[καλλιτεχνώ]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< καλλιτέχνημα
καλλιτέχνης >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
κάλλιστος
[επίθ.]
κάλλιστος
[επίθ.]
κάλ§λι§στος
[επίθ.]
καλλίτερος
[επίθ.]
καλλιτέχνημα
{καλλιτέχν...
καλλιτεχνημένος
[επίθ.]
καλλιτέχνης
{καλλιτεχν...
καλλιτέχνιδα
{καλλιτέχν...
καλλιτεχνικός
[επίθ.]
καλλίφωνος
[επίθ.]
καλλονή
[θηλ.ουσ]
κάλλος
{κάλλ-ους ...
καλλουργώ
[-είς, -εί...
καλλυντικά
[ουσ ουδ πληθ.]
καλλυντικό
[ουσ ουδ.]
καλλυντικός
[επίθ.]
καλλύνω
{εκάλλυνα}
καλλωπίζομαι
[ρ. παθ.]
καλλωπίζω
{καλλώπισ-...
καλλωπισμός
[ουσ αρσ ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis