Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλλιγράφος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

chi ~mf~ ha una bella calligrafi`a, calli`grafo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλλιγραφικός καλλιεπής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---