Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλλιεργημένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [καλλιεργώ]
2 coltiva`to
3 colto
4 educa`to
5 erudi`to
6 istrui`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλλιέργεια καλλιεργήσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---