Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαλλιέργεια
ουσιαστικό θηλυκό 1 coltivazio`ne ~f~, coltu`ra ~f~ καλλιέργεια λαχανικών == coltiνazione di ortaggi 2 medicina coltu`ra ~f~ 3 (fig) il coltivare ~m~ η καλλιέργεια των τεχνών == il coltivare le arti | η καλλιέργεια των επιστημών == il coltivare le scienze 4 (fig) cultu`ra ~f~ άνθρωπος με καλλιέργεια == persona colta, uomo di cultura permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |