Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
καλιγωμένος
επίθετο
participio passato del verbo
[καλιγώνω]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< καλιαρντά
καλιγωτής >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
καλησπέρα
[θηλ.ουσ]
καλησπέρα!
[επιφ.]
καλησπερίζω
{καλησπέρι...
καλιακούδα
[θηλ.ουσ]
καλιαρντά
{χωρ. γεν....
καλιγωμένος
[επίθ.]
καλιγωτής
{καλιγωτήδ...
καλικαντζαράκι
[ουσ ουδ.]
καλικάντζαρος
{-ου κ. -ά...
καλικαντζαρούδι
[ουσ ουδ.]
καλικαντζούρες
[θηλ. ουσ πληθ.]
καλίμπρα
[θηλ.ουσ]
κάλιο
{καλίου}
καλιούχος
[επίθ.]
κάλλαιον
[ουσ ουδ.]
κάλλη
{κάλλ-ους ...
καλλητέχνημα
[ουσ ουδ.]
κάλλια
[επίρ.]
καλλίγραμμος
[επίθ.]
καλλιγραφία
{χωρ. πληθ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis