Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλικάντζαρος  
ουσιαστικό αρσενικό

spirite`llo ~m~, folle`tto ~m~, genie`tto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλικαντζαράκι καλικαντζαρούδι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---