Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαλή
ουσιαστικό θηλυκό 1 il diri`tto ~m~ (di una stoffa, ecc.) 2 ((seguito dai pronomi personali [μου, σου, του] ecc.)) la bella ~f~, la moro`sa ~f~, l'ama`ta ~f~, la fidanza`ta ~f~ τον ξέρω από την καλή == lo conosco bene | του τα 'πα απ' την καλή == gliel'ho cantata chiara, gliel'ho cantata a chiare note | είμαι στις καλές μου == sono di buonumore permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |