Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαλημέρα
ουσιαστικό θηλυκό buongio`rno ~m~, salu`to ~m~ di buongio`rno λέω καλημέρα == dare il buongiorno | μου 'κoψε την καλημέρα == mi ha tolto il saluto | λέμε μόνο μια καλημέρα == ci salutiamo, ci conosciamo appena καλημέρα! επιφώνημα buongio`rno!, buondì! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |