Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

θανατερός [επίθ.] θάρρος {θάρρους |...
θανατηφόρα [επίρ.] θαρρώ {θαρρείς.....
θανατηφόρος [επίθ.] θαρσέα [επίρ.]
θανατικό [ουσ ουδ.] θαρσέως [επίρ.]
θανατικός [επίθ.] θάρσος [ουσ ουδ.]
θανατολογία [θηλ.ουσ] θαρσύς [επίθ.]
θανατολογικός [επίθ.] θαρσώ [ρ.αμτβ.]
θανατοποινίτης {θανατοποι... Θασίτης [ουσ αρσ ]
θανατοποινίτισσα {δύσχρ. θα... Θασίτισσα [θηλ.ουσ]
θάνατος {θανάτ-ου ... θαύμα {θαύμ-ατος...
θανατοφοβία {χωρ. πληθ... θαυμάζω {θαύμασ-α,...
θανατωμένος [επίθ.] θαυμασθός [επίθ.]
θανατώνω {θανάτω-σα... θαυμάσια [επίρ.]
θανάτωση [θηλ.ουσ] θαυμάσιος [επίθ.]
θανή [θηλ.ουσ] θαυμασιότατος [επίθ.]
θάπτω [ρ. μτβ.] θαυμασιότερος [επίθ.]
θαράπαυση [θηλ.ουσ] θαυμασιότητα [θηλ.ουσ]
θαράπαψη [θηλ.ουσ] θαυμασιώτατος [επίθ.]
θαράπευση [θηλ.ουσ] θαυμασιώτερος [επίθ.]
θαρραλέα [επίρ.] θαυμασμός [ουσ αρσ ]
θαρραλέος [επίθ.] θαυμαστά [επίρ.]
θαρρετός [επίθ.] θαυμαστής [ουσ αρσ ]
θαρρεύω {θάρρ-εψα,... θαυμαστικό [ουσ ουδ.]
θάρρο [ουσ ουδ.] θαυμαστός [επίθ.]
θάρρος [ουσ αρσ ] θαυμάστρια {θαυμαστρι...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: