Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθάνατος
ουσιαστικό αρσενικό 1 morte ~f~ βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου == è tra la vita e la morte | φυσικός θάνατος == morte naturale | αργός θάνατος == morte lenta | βρήκε βίαιο θάνατο == è morto di morte violenta 2 (fig) morte ~f~, rovina ~f~, fine ~f~ το διαζύγιο ήταν θάνατος γι' αυτόν == il divorzio è stato la sua rovina+++πολιτικός θάνατος == morte civile | είναι ζήτημα ζωής και θανάτου == è una questione di vita o di morte | περίλυπος έως θανάτου == avere la morte nel cuore | σιγή θανάτoυ == silenzio di tomba, di morte | μισώ μέχρι θανάτoυ == odiare a morte | δεν είναι και για θάνατo == non è poi la morte, non è poi la fine del mondo permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο πήδημα του θανάτου = salto [αρσ.] mortale Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |