Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ηρώο [ουσ ουδ.] ήσχιος [ουσ αρσ ]
ηρωοποιώ [ρ. μτβ.] ήτα [ουσ ουδ.]
Ησαΐας [κύρ.όν. αρσ.] ήτοι [σύνδ.]
Ησίοδος {Ησιόδου} ήτοι [επίρ.]
ήσκο [ουσ αρσ ] ητοιμάζω [ρ. μτβ.]
ήσκος [ουσ αρσ ] ητοιμασία [θηλ.ουσ]
ήσσων [επίθ.] ήττα {ηττών}
ήσσων {ήσσ-ονος,... ηττημένος [επίθ.]
ηστάνομαι [ρ. παθ.] ηττοπάθεια {χωρ. πληθ...
ήσυχα [επίρ.] ηττοπαθέστατος [επίθ.]
ησυχάζω [ρ.αμτβ.] ηττοπαθέστερος [επίθ.]
ησυχάζω [ρ. μτβ.] ηττοπαθής [επίθ.]
ησυχασμένος [επίθ.] ηττώμαι [ρ.αμτβ.]
ησυχασμός [ουσ αρσ ] ήττων [επίθ.]
ησυχαστήριο {ησυχαστηρ... ηυξημένος [επίθ.]
ησυχαστής [ουσ αρσ ] ηύρεμα [ουσ ουδ.]
ησυχαστικός [επίθ.] ηυρίσκω [ρ. μτβ.]
ησυχία {χωρ. πληθ... ηυυποληψία [θηλ.ουσ]
ησυχία! [επιφ.] ηυχαριστώ [ρ. μτβ.]
ήσυχος [επίθ.] ηφαιστειακός [επίθ.]
ησυχότατος [επίθ.] ηφαίστειο {ηφαιστεί-...
ησυχότερος [επίθ.] ηφαιστειογενής {ηφαιστειο...
ησυχώτατος [επίθ.] ηφαιστειολογία {χωρ. πληθ...
ησυχώτερος [επίθ.] ηφαιστειολογικός [επίθ.]
ησχιός [ουσ αρσ ] ηφαιστειολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: