Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ησυχία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 calma ~f~, tranquillità ~f~, quie`te ~f~ διατάραξη της κοινής ησυχίας == disturbo della quiete pubblica
2 pace ~f~, serenità ~f~ στο σπίτι δεν βρίσκω στιγμή ησυχία == in casa non trovo un minuto di pace
3 co`modo ~m~ με την ησυχία σου == fa' con comodo! +++ ησυχία! == silenzio!

ησυχία!  
επιφώνημα

1 sciò
2 sta zitto!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ησυχαστικός ήσυχος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---