Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόήσυχος
επίθετο 1 calmo, tranqui`llo, sere`no, quie`to μια ήσυχη βραδιά == una serata tranquilla | έζησε ήσυχη ζωή == condusse una vita tranquilla | μείνε ήσυχος, θα το φροντίσω εγώ! == sta' tranquillo, non ti preoccupare, ci penso io! 2 silenzio`so, tranqui`llo ήσυχος δρόμος == strada tranquilla | κάτσε ήσυχος επιτέλους! == sta' tranquillo una buona volta! | άσε με ήσυχο! == lasciami in pace! ησυχότατος επίθετο superlativo di [ήσυχος] ησυχότερος επίθετο comparativo di [ήσυχος] ησυχώτατος επίθετο superlativo di [ήσυχος] ησυχώτερος επίθετο comparativo di [ήσυχος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |