Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόήττα
ουσιαστικό θηλυκό 1 sconfi`tta ~f~, disfa`tta ~f~ o στρατός υπέστη σοβαρή ήττα == l'esercito subì una grave sconfitta 2 sconfi`tta ~f~, insucce`sso ~m~ ήττα της δεξιάς στις εκλογές == sconfitta della destra alle elezioni permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |