Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόήσκο
ουσιαστικό αρσενικό variante di [ήσκιος] ήσκος ουσιαστικό αρσενικό variante di [ήσκιος] ησχιός ουσιαστικό αρσενικό variante di [ήσκιος] ήσχιος ουσιαστικό αρσενικό variante di [ήσκιος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |