Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ησυχάζω  
ρήμα αμετάβατο

1 e`ssere calmo, tranqui`llo, riposa`re η φύση ησυχάζει τη νύχτα == di notte la natura riposa
2 riposa`rsi, dormi`re δεν μπορώ να τον ενοχλήσω τώρα, ησυχάζει == ora non posso disturbarlo; sta riposando
3 calma`rsi, tranquillizza`rsi, to`gliersi il pensiero di qualcosa o γιατρός μού είπε πως δεν έχω τίποτα, και ησύχασα == dopo che il dottore mi ha detto che non ho niente, mi sono tranquillizzato

ησυχάζω
ρήμα μεταβατικό

tranquillizza`re, rassicura`re, calma`re τα λόγια μου τον ησύχασαν == le mie parole l'hanno tranquillizzato | ησυχάζω τη συνείδησή μου == togliersi un peso dalla coscienza, mettersi la coscienza in pace

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ήσυχα ησυχασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---