Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ζούριασμα [ουσ ουδ.] ζυάζω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
ζούρλα [θηλ.ουσ] ζυγαριά [θηλ.ουσ]
ζουρλαίνω {ζούρλα-να... ζύγι {χωρ. γεν....
ζουρλαμάρα [θηλ.ουσ] ζυγιάζομαι [ρ. παθ.]
ζουρλαμένος [επίθ.] ζύγιασμα [ουσ ουδ.]
ζούρλια [θηλ.ουσ] ζυγιασμένος [επίθ.]
ζουρλομανδύας {χωρ. γεν.... ζυγίζομαι [ρ. παθ.]
ζουρλοπαντιέρα {χωρ. γεν.... ζυγίζω {ζύγισ-α, ...
ζουρλός [επίθ.] ζυγίζω {ζύγισ-α, ...
ζούστρα [θηλ.ουσ] ζύγισμα [ουσ ουδ.]
ζοφερά [επίρ.] ζυγισμένος [επίθ.]
ζοφερός [επίθ.] ζυγιστής [ουσ αρσ ]
ζοφερότατος [επίθ.] ζυγογέφυρα [θηλ.ουσ]
ζοφερότερος [επίθ.] ζυγοδάκτυλος [επίθ.]
ζοφερότητα [θηλ.ουσ] ζυγομορφικός [επίθ.]
ζοφερώτατος [επίθ.] ζυγός [επίθ.]
ζοφερώτερος [επίθ.] ζυγός [ουσ αρσ ]
ζόφος {χωρ. πληθ... Ζυγός [ουσ αρσ ]
ζοφώδης [επίθ.] ζυγοσταθμίζομαι [ρ. παθ.]
ζοφώνω μτχ. παρκ.... ζυγοσταθμίζω [ρ. μτβ.]
ζοχάδα [θηλ.ουσ] ζυγοστάθμιση {-ης κ. -ί...
ζοχαδιάζω {ζοχάδιασ-... ζυγοσταθμισμένος [επίθ.]
ζοχαδιασμένος [επίθ.] ζυγοσταθμιστικός [επίθ.]
ζοχίν [ουσ ουδ.] ζύγωμα {ζυγώμ-ατο...
ζοχός, ζόχος [ουσ αρσ ] ζυγωματικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: