Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζουρλαμάρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 frenesi`a ~f~, pazzi`a ~f~, folli`a ~f~
2 esulta`nza ~f~, eufori`a ~f~, sco`ppio ~m~ di allegri`a

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζουρλαίνω ζουρλαμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---