Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζουρλαίνω
ρήμα μεταβατικό far impazzi`re, ammatti`re, far pe`rdere la testa με ζούρλανε αυτή η φασαρία == quella confusione mi ha fatto impazzire ~f~ τον ζούρλανε αυτή η κοπέλα == quella ragazza gli ha fatto perdere la testa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |