Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζουπάω
ρήμα μεταβατικό variante di [ζουπώ] ζουπώ ρήμα μεταβατικό pre`mere, pigia`re, schiaccia`re αν δε ζoυπήξεις καλά τα πράγματα, δε θα κλείσει η βαλίτσα == se non pigi bene la roba, la valigia non si chiuderà permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |