Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζοφερός  
επίθετο

1 oscu`ro, tenebro`so, bu`io ζοφερή νύχτα == notte oscura
2 cupo, fosco, tetro ζoφερές πρoβλέψεις == previsioni fosche

ζοφερότατος
επίθετο

superlativo di [ζοφερός]

ζοφερότερος
επίθετο

comparativo di [ζοφερός]

ζοφερώτατος
επίθετο

superlativo di [ζοφερός]

ζοφερώτερος
επίθετο

comparativo di [ζοφερός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζοφερά ζοφερότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---