Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζοχάδα
ουσιαστικό θηλυκό 1 ((popolare)) emorroide ~f~ 2 (fig) stizza ~f~, irritazio`ne ~f~ σήμερα έχει τις ζοχάδες του == oggi ha la luna di traverso / è molto irritato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |