Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζύγι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 ((popolare)) peso ~m~, il pesare ~m~, pesatu`ra ~f~ μας έκλεψε στο ζύγι == ci ha rubato / inbrogliato sul peso 2 uno dei pesi della bila`ncia 3 ((al plurale)) i pesi della bilancia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |