Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζυγός
επίθετο 1 do`ppio, du`plice 2 pari ζυγός αριθμός == numero pari | παίζω μoνά ζυγά == giocare a pari e dispari ζυγός ουσιαστικό αρσενικό 1 ((letterario)) bila`ncia ~f~ 2 ((letterario)) gio`go ~m~ 3 militare rango ~m~, schie`ra ~f~, riga ~f~ ((anche in senso figurato)) τους ζυγούς λύσατε == rompete le righe! 4 (fig) schiavitù ~f~, gio`go ~m~ χώρα, λαός υπό ξενικό ζυγό == paese, popolo sotto il giogo straniero Ζυγός ουσιαστικό αρσενικό astrologia Bila`ncia ~f~, Libra ~f~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο ζυγός αριθμός = numero [αρσ.] pari Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |