Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζυγίζομαι
ρήμα παθητικό

pesa`rsi

ζυγίζω  
ρήμα αμετάβατο

1 pesa`re, ave`re un determina`to peso πόσο ζυγίζεις; == quanto pesi?
2 (fig) vale`re, conta`re, ave`re peso δε ζυγίζει η γνωμη του == il suo parere non conta / non ha peso

ζυγίζω
ρήμα μεταβατικό

1 pesa`re ζυγίζω τις πατάτες == pesare le patate
2 (fig) giudica`re, valuta`re, considera`re, soppesa`re, pondera`re ζύγισε τον κίνδυνo == valutò il pericolo
3 (fig) pesa`re, misura`re μάθε να ζυγίζεις τα λόγια σου == devi imparare a pesare le parole

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζυγιασμένος ζύγισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---