Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ζούστρα
ουσιαστικό θηλυκό
variante di
[γκιόστρα]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ζουρλός
ζοφερά >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ζουρλαμένος
[επίθ.]
ζούρλια
[θηλ.ουσ]
ζουρλομανδύας
{χωρ. γεν....
ζουρλοπαντιέρα
{χωρ. γεν....
ζουρλός
[επίθ.]
ζούστρα
[θηλ.ουσ]
ζοφερά
[επίρ.]
ζοφερός
[επίθ.]
ζοφερότατος
[επίθ.]
ζοφερότερος
[επίθ.]
ζοφερότητα
[θηλ.ουσ]
ζοφερώτατος
[επίθ.]
ζοφερώτερος
[επίθ.]
ζόφος
{χωρ. πληθ...
ζοφώδης
[επίθ.]
ζοφώνω
μτχ. παρκ....
ζοχάδα
[θηλ.ουσ]
ζοχαδιάζω
{ζοχάδιασ-...
ζοχαδιασμένος
[επίθ.]
ζοχίν
[ουσ ουδ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis